Όνειρα κεντημένα σε πορσελάνη Καθισμένη στον σκονισμένο βελούδινο μπορντό καναπέ.
Με το φόρεμα της αφημένο στα χέρια του χρόνου, κιτρινισμένο από τον καπνό των τσιγάρων ,τσαλακωμένο από τα ζευγάρια χέρια που περιεργάστηκαν τις πτυχές και τις δαντέλες του
Μια κούκλα, πορσελάνινη ,κομψοτέχνημα μιας εποχής χαμένης στην δύνη του χρόνου, καθισμένη με τα χέρια να κρέμονται στο κενό ,άψυχα και κρύα σαν τα χείλη του θανάτου…αναμένει ένα ακόμα ψεύτικο χέρι ,να αγγίξει τις ρωγμές των χεριών της, και ας σπάσουν σε χιλιάδες μικρά κομμάτια ακατέργαστης σάρκας αναμειγμένης με πόνο και αίμα.
Με το βλέμμα στραμμένο στο παράθυρο ,στα σφαλιστά βαριά ξύλινα παντζούρια και στις σκοροφαγωμένες κουρτίνες ,ονειρεύεται με ανοιχτά τα μάτια πως αισθάνεται, αναπνέει, ζει και ελπίζει…και ας είναι μέσα της νεκρή και άδεια. Ονειρεύεται πως είναι έξω στον δρόμο και αναπνέει τους ήχους και τα αρώματα αυτής της κλειστοφοβικής πολιτείας Πως σέρνει τα βήματα της στα μικρά πλακόστρωτα στενά γεμίζοντας την νύχτα με το τραγούδι των τακουνιών της.
Προσπαθεί να δακρύσει, αλλά το ψεύτικο χαμόγελο που της καρφίτσωσαν στο μέτωπο σαν σημάδι, της υπενθυμίζει πως είναι νεκρή, άψυχη ύλη και πως ο σκοπός της δημιουργίας της είναι η προσφορά χαράς και ευχαρίστησης στον εκάστοτε ιδιοκτήτη που την περιεργάστηκε με προσοχή και ύστερα την πέταξε σε μια γωνία αφήνοντας της να υποφέρει σιωπηλά .
Εστιάζει το βλέμμα στον τοίχο, στις ρωγμές και στην υγρασία του ,οσμίζεται την εγκατάλειψη και τον θάνατο σε αυτό το σπίτι που μοιάζει με τούβλινο φέρετρο , που μέρα με την μέρα γεμίζει καρφιά από όνειρα. Αναζητεί στον θρήνο της νύχτας κάποιο αστέρι ετοιμοθάνατο, να κάνει μια τελευταία ευχή.
Παρακαλεί το αγέρι να εμφυσήσει μέσα της , την πρώτη πρωινή πνοή. Να μπορέσει να απλώσει το χέρι της στον πρώτο περαστικό ζητιανεύοντας σαν σκυλί για λίγη αγάπη και ας σπάσει στην στιγμή σε χιλιάδες μικρά κομμάτια γυαλιού και ονείρου .
Παρακαλεί τους περαστικούς σιωπηλά, ικετικά, με τα άψυχα μάτια της να την ελευθερώσουν από αυτή την φυλακή που χτίστηκε ακούσια .Σκεύος ηδονής και άηχης οδύνης προς τέρψη τον παρευρισκομένων. Ο θαυμασμός αγκαλιασμένος χορεύει με τον θάνατο ένα βαλς ντυμένο με νότες σπασμένες και αιχμηρές σαν ξυράφια.
Μέσα της σπάει. Η ανοχή της καταρρέει σαν κάστρο από τραπουλόχαρτα. Η αντοχή της και η ελπίδα της κρεμασμένες αιωρούνται από τα κλαδιά της λήθης, ονειροπαγίδες που καλωσόρισαν εγκάρδια τον εφιάλτη . Μετράει δευτερόλεπτα, στιγμές και ζωές που δεν έζησε ,ζωές και αισθήσεις που θα ήθελε να ζήσει , έρωτες και μίση που δεν γνώρισε.
Θρηνώντας σιγοτραγουδάει
«1..2..3…το γυαλί έγινε σάρκα
4…5…6… η καρδιά που ραγίζει και σπάει
7…8..9…απόηχος ονείρου εφιαλτικού πως μοιάζει
10…η πνοή που πετάει και εξαφανίζεται στης σιωπής το σκοτάδι…
Ένας κρότος και όλα τελείωσαν….είναι η καρδιά που ραγίζει και σπάει.
…..Από όνειρα ανεκπλήρωτα….από τον βουβό αναστεναγμό της μοναξιάς….
Από τον θρήνο της ίδιας σου της ύπαρξης….Κομμάτια από την ίδια σου την καρδιά, πεταμένα στο πάτωμα σαν σκουπίδια…..
απόλαυση!