O Solitude
In Solitude's Eternal Bliss Together We Shall Not Exist
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 26, 2006
Fly Away My Hope
Λίγο πριν την πτώση
Στην άκρη του γκρεμού
Την αγκαλιάζω,σφιχτά.
Κολλάω το σώμα μου στο δικό της.
Δεν μπορώ να μιλήσω.
Η φωνή μου,η ηχώ της αβύσσου.
Κανείς δεν είναι πουθενά.

Yes I Am Falling
How Much Longer Till I Hit The Ground?
I Can't Tell You Why I'm Breaking Down....


Σιωπή.
Δάκρυα που χάνονται στον ωκεανό της θλίψης.
Μικρή ασήμαντη σταγόνα του όλου.
Μικρή ασήμαντη σταγόνα του τίποτα.
Εκεί στην άκρη του γκρεμού.
Στην αρχή και στο τέλος.
Στο τέλος...στο θάνατο...στο μηδέν.

I Am The Beggining And The End

Στο τέλος...
Στην αρχή...
Στο πουθένα ....
Στο τίποτα....
Στο κενό...
Στην θλίψη....
Στην μιζέρια...
Στην μοναξία του χρόνου
Στον πόνο...

Κυλάω σαν βροχή...
Και χάνομαι...

Fly Away My Hope...


Σάββατο, Σεπτεμβρίου 23, 2006
ΙΣΤΟΡΙΑ Pt 01
Σηκώθηκε από το κρεβάτι. Είχε έναν τρομερό πονοκέφαλο και την αίσθηση ότι κάτι είχε συμβεί, κι όμως την συγκεκριμένη στιγμή δεν μπορούσε να ορίσει εκείνη την παράξενη αίσθηση προσμονής και ανησυχίας ταυτόχρονα. Έστρωσε την ροζ πιζάμα της που την έκανε να μοιάζει με κορίτσι οικοτροφείου, αθώο , από εκείνα με τις φακίδες και της ασουλώποτες κοτσίδες που παίζουν αμέριμνα σε αυλές υπό το γεμάτο καμάρικαι προσοχή, ύφος των γονιών τους. Έπρεπε να σταματήσει με κάποιον τρόπο τον πονοκέφαλο που της είχε ριζώσει στο κεφάλι και να ετοιμαστεί γρήγορα για δουλειά. Κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη και σκέφτηκε σιωπηλά « Μπορείς να έχεις όποιον άντρα θέλεις στα πόδια σου, αρκεί ένα λύγισμα της μέσης, ένα πολλά υποσχόμενο βλέμμα και πολλές ανεκπλήρωτες υποσχέσεις» .Άνοιξε το ντουλάπι και κατάπιε δυο ασπιρίνες. Ήταν καλή στην κατάποση, από ότι της έλεγαν όλες οι προηγούμενες σχέσεις της που δεν ήταν και λίγες . Κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα της να στρώσει το κρεβάτι και να ετοιμαστεί για την δουλεία. Την ώρα που σκεφτόταν τι να βάλει, ώστε να προκαλέσει τα βλέμματα του αντρικού πληθυσμού στο γραφείο για πολλοστή φορά, παρατήρησε στην άκρη του κομοδίνου, έναν μικρό άσπρο φάκελο. Τον άνοιξε με ανυπομονησία για το περιεχόμενο που θα αντίκριζε. Δυο λέξεις μόνο ήταν αρκετές για να της εξάψουν την περιέργεια .Δυο λέξεις μόνο αρκούσαν για να κάνουν την καρδία της να χτυπάει πιο γρήγορα από ότι συνήθως. «Σε ευχαριστώ» έγραφε το σημείωμα που έπεσε σαν ξηραμένο φύλλο πάνω στο άσπρο χαλί του δωματίου της που θύμιζε διάδρομο νοσοκομείου. Ποιος έγραψε το σημείωμα ? Τι είχε συμβεί το περασμένο βραδύ ? Θυμόταν μόνο ότι είχε πάει σε ένα μπαρ, μόνη ως συνήθως να ψαρέψει το συνηθισμένο σεξ της μιας νύχτας. Δεν ήθελε λουλούδια και συναισθήματα. Δεν ήταν φτιαγμένη για αυτά Η ματαιοδοξία της δεν της επέτρεπε τέτοια λάθη , όπως συνήθιζε να αποκαλεί την κάθε συναισθηματική εμπλοκή. Θεωρούσε το σώμα της έναν καλοφτιαγμένο ναό στον οποίο ο κάθε άντρας ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει την ζωτικότητα του με το ελάχιστο κόστος. Ο τρόπος δεν την ενδιέφερε. Ήθελε απλώς ωμό σεξ , χωρίς συναισθηματισμούς και ρομάντζα. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στην Λ., κολλητή της από το Πανεπιστήμιο και επίσημη εξομολογήτρια της. Γνώριζε κάθε κίνηση της πριν την κάνει , τον σκοπό της κινήσεως της και το τελικό της αποτέλεσμα. Δυο άνθρωποι διαφορετικοί, με διαφορετικές ηθικές αξίες και προτεραιότητες και όμως κατά περίεργο τρόπο κολλήσανε. Ίσως γιατί δεν είχαν να χωρίσουν τίποτα . Ίσως γιατί παρέβλεπε η μια τα σφάλματα της άλλης. Ίσως από συνήθεια.. Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό της Λ.
-Έλα, καλημέρα. Κοιμάσαι ?
-Όχι , καφέ πίνω πριν φύγω για την δουλειά. Εσύ τι κάνεις? Πως πέρασες χθες?
-Αν κρίνω από το σημείωμα που βρήκα μάλλον καλά. Το θέμα όμως είναι ότι δεν θυμάμαι τι έκανα χθες , μήπως μπορείς να με βοηθήσεις ?Η μνήμη μου θυμίζει ξεχαρβαλωμένη βόμβα.
-Με πήρες τηλέφωνο και μου είπες ότι ένας ενοχλητικός σε κερνούσε ποτά και εσύ έπαιζες μαζί του. Δεν είχες σκοπό να τον πηδήξεις και αυτόν , μην μου πεις ότι το έκανες !
-Δεν θυμάμαι αν το έκανα ή όχι .Αν θυμάμαι καλά δεν ήταν καθόλου εμφανίσιμος . Και αν του είπα κάτι παραπάνω, ώστε να αναπτερώσω την ελπίδα του , ήμουν μεθυσμένη, οπότε δικαιολογούμαι.
-Θα βρεθείς καμία μέρα μπλεγμένη με αυτά που κάνεις και εγώ δεν θα μπορέσω να σε ξεμπλέξω. Πρέπει να βάλεις μυαλό. Σχεδόν 40άρησες.
-Καλά καλά, τα συζητάμε αυτά άλλη ώρα ,σε αφήνω γιατί πάλι ο Αδόλφος στην δουλεία θα με κράξει ,αν δεν είμαι πάλι στην ώρα μου, είπε η Ζ. και έκλεισε απότομα το τηλέφωνο, ενώ η Λ. από την άλλη άκρη της γραμμής έμεινε να ακούει τον εκνευριστικό ήχο και να απορεί με την συμπεριφορά και την επιπολαιότητα της φίλης της.

Η Ζ. ετοιμάστηκε γρήγορα . Έβαλε ένα κολλητό μαύρο ταγέρ και μαύρες γόβες που τόνιζαν τις καλογυμνασμένες γάμπες της. Ήταν κρίμα τόσο λεφτά κάθε μήνα στο γυμναστήριο και στα ινστιτούτα καλλονής να πάνε χαμένα. Έπρεπε να δείξει στον περίγυρο της τι μπορεί να τους προσφέρει και να θέσει το κόστος με το όποιο θα το αποκτήσουν. Ο Κ. λίγο πριν χωρίσουν την είχε αποκαλέσει πουτάνα πολυτέλειας, ο χαρακτηρισμός χάιδεψε ξυστά τα αυτιά της και όπως ήταν αναμενόμενο δεν της προκάλεσε καμία αίσθηση ενοχής , αλλά μάλλον περισσότερο ευχαρίστησης.

Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και στην είσοδο συνάντησε την συγκάτοικο της , την κυρία Γ. που υποβασταζόταν σε μια ξύλινη μαγκούρα. Την καλημέρισε με ένα ψεύτικο χαμόγελο συμπόνιας ενώ από μέσα της σκεφτόταν χαιρέκακα πως εκείνη δεν επρόκειτο να γεράσει πότε.
Βγήκε έξω από την πολυκατοικία και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο. Εκεί την περίμενε μια έκπληξη. Πάνω στο καπό του αυτοκινήτου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο απο άγνωστο αποστολέα.Γύρισε πίσω της, μήπως βρει τον κρυφό της θαυμαστή,αλλά οι δρόμοι άδειοι,μόνο κάτι γάτες νιαούριζαν ,εκδηλώνοντας έτσι την πείνα τους.
Το μύρισε σφραγίζοντας μέσα της όλη την ευωδιά του, ενώ το κρατούσε απαλά μην την τρυπήσουν τα αγκάθια του. Κανένα αγκάθι τόσα χρόνια δεν την είχε τρυπήσει. Ούτε από τριαντάφυλλα, ούτε από άντρες. Είχε μάθει να τους παίζει στα χέρια, σαν μαριονέτες. Μπορούσε να διαβάσει τις επιθυμίες τους και να τις ικανοποιήσει, ικανοποιώντας ταυτόχρονα και τον αυτάρεσκο εγωισμό της. Για μια στιγμή την διαπέρασε μια γλυκιά αθωότητα, ένα δευτερόλεπτο μόνο που χάθηκε στην σκληρότητα του χαρακτήρα της. Έβαλε μπροστά το αμάξι με συνοδηγό το κόκκινο τριαντάφυλλο και θυμήθηκε άθελα της τον Μικρό Πρίγκιπα που τόσο της άρεσε όταν το είχε διαβάσει στα παιδικά της χρόνια. Κατευθύνθηκε στους άδειους δρόμους ,με συντροφιά απαλή μουσική να αναδύεται από τα ηχεία. Ένιωθε όμορφα, ένιωθε μια ζεστασιά να πηγάζει από μέσα της και να ξεχύνεται γύρω της, κάνοντας τους δρόμους να μοιάζουν φωτεινοί και πολύχρωμοι παρ όλο το γκρίζο της τσιμεντούπολης.

Έφτασε στην δουλειά στην ώρα της. Καλημέρισε τον Αδόλφο (έτσι συνήθιζε να αποκαλεί τον διευθυντή της για τις παρατηρήσεις που τις είχε κάνει κατά καιρούς), με το προσποιητό χαμόγελο της συμπάθειας Κατευθύνθηκε στο γραφείο της κουνώντας επιδεικτικά τον σφιχτό της κώλο, σίγουρη πως τα βλέμματα όλα θα ήταν στραμμένα πάνω του. Χαμογέλασε. Δεν είχε σκοπό να κάνει τίποτα με κανέναν από το γραφείο. Με τους πιο αξιόλογους είχε πηδηχτεί ήδη, στους άλλους απλώς έδειχνε τι δεν θα μπορέσουν να απολαύσουν ποτέ. Ο ναρκισσισμός της δεν της επέτρεπε να αγαπήσει τίποτα άλλο στον κόσμό πέρα από τον ίδιο της τον εαυτό. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν απλώς το μέσω για να επιτύχει τους σκοπούς της. Κάθισε στην καρέκλα της , σταυρώνοντας προκλητικά τις γάμπες της, με αποτέλεσμα ο Γ. που δούλευε στο απέναντι ακριβώς γραφείο να μην μπορεί να ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της. Του χαμογέλασε προκλητικά και υποσχόμενα και ας σκόπευε να τον φτύσει κατάμουτρα όπως και τόσους άλλους. «Είμαι μεγάλη πουτάνα »σκέφτηκε .Λίγη αυτογνωσία δεν έβλαψε ποτέ κανένα. Το τηλέφωνο ξαφνικά χτύπησε, αποσπώντας την απο τις σκέψεις της. Από την άλλη άκρη της γραμμής, μια φωνή αντρική, αισθησιακή ,αλλοιωμένη της ψιθύριζε «Θα γίνεις δική μου απόψε» και μετά χάθηκε στην σιωπή. Τρίτη σύμπτωση , σκέφτηκε, άραγε να σχετίζεται με την χθεσινοβραδινή μου περιπέτεια? Μια σκέψη που χάθηκε στον θόρυβο και στους γρήγορους ρυθμούς του γραφείου. Ακόμα και η ίδια δεν μπορούσε να προβλέψει την συνέχεια…..
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 21, 2006
Χωρίς Τίτλο
Συντροφιά με τις σταγόνες της βροχής που σκάνε στην τέντα ,αργά και οδυνηρά σαν κλάμα σιωπηλό.
Εικόνες πολύχρωμες που πετάνε μες στο σκοτάδι, σαν πεταλούδες, βαλσαμωμένες που ξύπνησαν από τον λήθαργο.
Ήχοι, θόρυβοι της νύχτας ,εγκλωβισμένοι στο σκοτάδι, κραυγάζουν, θρηνούν μα πνίγονται από τα γερασμένα χέρια της σιωπής.
Ένας μικρός θάνατος.
Κανένα δάκρυ για τον εκλιπόντα.
Σκέψεις , ανούσιες, ανέκφραστες , ανεκπλήρωτες ,ακολουθούν τα φώτα των οχημάτων ,σε μια διαδρομή χωρίς προορισμό, σε μια πορεία επαναλαμβανόμενη στο λεηλατημένο κορμί της πόλης .
Αναζήτηση από ρωγμή σε ρωγμή , από ΄πόνο σε πόνο, από χαρακιά σε χαρακιά.
Αναζήτηση του ωραίου, του καθάριου και του πάναγνου, στα λασπόνερα και στα νεκροτομεία .
Αναζήτηση πίσω από σφαλιστά παράθυρα και κλειδωμένα μάτια.
Αυτή η πόλη σε πνίγει με τα ίδια της τα χέρια.
Ερημωμένη, από ανθρώπους ,κατοικημένη από σφάλματα.
Απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι, ψάχνοντας κάποιο στήριγμα
Και αγγίζεις την σκόνη
Ότι αγαπάς μετατρέπεται σε στάχτη που χάνεται στον βραδινό αέρα.
Πως μπορείς να κρατήσεις το άυλο?
Να φυλακίσεις το τίποτα?
Αφού τα χέρια σου τρέμουν, τα πόδια σου δεν σε κρατούν .

Να προχωρήσεις μπροστά δεν μπορείς, αναγκαστικά οπισθοχωρείς , και καθηλώνεσαι σε αναπηρία σε μια βελούδινη ,κεντημένη με αναμνήσεις πολυθρόνα.
Αλυσοδεμένος με αόρατα δεσμά να παρακολουθείς τις σκιές στους τοίχους.
Η παράσταση της ζωής σου . Άχρωμη. Άπιαστη.
Σκιά που ακολουθεί τις σκιές της νύχτας.

Και εσύ καθηλωμένος, χωρίς επιλογή να την κοιτάς που απομακρύνεται και να δακρύζεις, να την κοιτάς που χάνεται σέρνοντας τα βήματα της τα ασθενικά και να μην έχεις το κουράγιο να αρθρώσεις μια λέξη, ένα «γύρνα».
Μόνο δάκρυα, δάκρυα μετάνοιας.
Δάκρυα που πέφτουν σαν τις σταγόνες της βροχής στα φύλλα.
Και οι σκιές στους τοίχους σου χαμογελούν
Και η καρδιά σου δεν αντέχει άλλο πόνο….φτερουγίζει μακριά σου στα άστρα
.

MyGen.co.uk - myPlaylist Creator