O Solitude
In Solitude's Eternal Bliss Together We Shall Not Exist
Τρίτη, Οκτωβρίου 31, 2006
ΛΗΣΜΟΝΙΑ
Κάθομαι στο σκοτάδι.
Στην πολυθρόνα την παλιά,την ξεχαρβαλωμένη με τα σκισμένα μπράτσα.
Εκεί που με άφησες.
Με το πρόσωπο γεμάτο δάκρυα.
Σε ένα δωμάτιο μουχλιασμένο από την υγρασία του πόνου.
Του πόνου που σου προξένησα ,του πόνου που χάραξες με το φευγιό σου.
Άγγιγμα και χαρακιά.
Πληγή και Αίμα.
Κοιτάζω από το παράθυρο.
Περιμένω ακόμα να έρθεις ντυμένος με υποσχέσεις.
Μα δεν έρχεσαι, δεν θα έρθεις και το ξέρω.
Ο πόνος ριζώνει μέσα μου.
Στενός κλοιός που με πνίγει.
Ερείπωσα μέσα μου.
Στοίχειωσα αυτό το σπίτι και στοιχειώθηκα από εσένα
Από τα βήματα σου, τα χάδια σου ,τα λόγια σου τα ανούσια
Το άρωμα σου το ανακατεμένο με τον ιδρώτα
Τις λέξεις σου,
Τις μπερδεμένες,τις στολισμένες στην άκρη των μαλλιών μου.
Σε νοστάλγησα απόψε…..
Λησμόνησα την μορφή σου
Την σκιά σου στον τοίχο.
Τους ήχους από τα γέλια σου.
Τους ψίθυρους σου.
Και τα αναφιλητά στον ύπνο σου απάνω.
Τα φιλία που σου εδίνα στα μάτια, να ρουφήξω τον πόνο σου
Να ξορκίσω τους εφιαλτές.
Σε λησμόνησα απόψε.....
Λησμόνησα μαζί και εμένα...
Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2006
To The Fallen
Αυτές τις νύχτες που η βροχή μαστιγώνει τους δρόμους .
Η σιωπή έγκλειστη σε τέσσερις τοίχους ματώνει.
Η μοναξία γλείφει το κουφάρι της θρηνώντας.
Πληγή της πληγής μου.
Νότες μου χαμένες,σεργιανισμένες στο κορμί της νύχτας.
Μελωδία μου στοιχειωμένη απο θύμησες και κλάμματα.
Πληγή στην πληγή μου.
Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006
The Beauty And The Beast
Θα μπορούσε να αποτελεί παραμύθι(που αποτελεί δηλαδή),αλλά αποτελεί και αναπόσπαστο κομμάτι της πραγματικότητας που αντιμετωπίζουμε καθημερινά.Ο άνθρωπος διαθέτει δύο πλευρές, την όμορφη και την λιγότερο όμορφη, γιατί αρκετές φορές μέσα απο την ασχημία αναδύεται η ομορφιά.Οι καθημερινές σχέσεις του ατόμου διέπονται απο συναναστροφές με διαφόρων ποιότητας ανθρώπους.Τουλάχιστον ποιότητα για εμένα δεν είναι η μόρφωση ή κοινωνική καταξίωση του καθενός ή κουλτούρα την οποία διάθετει ,αποτελούν μέρος αλλά όχι τόσο βασικό και καθοριστικό.Η ποιότητα του ανθρώπου καθορίζεται απο τις πράξεις και τα λεγομένα του΄,στο στάδιο βέβαια που μπορεί να τηρεί και να εκπληρώνει και τα δύο.Γιατί τα λόγια χορταίνουν τον ακροατή,αλλά οι πράξεις είναι εκείνες που καθοριζούν την μετέπειτα εξέλιξη στην πορεία μιας σχέσης σε οποιοδήποτε επίπεδο είτε φιλικό/επαγγελματικό/διαπροσωπικό.
Κανείς δεν είναι αλάνθαστος, όλοι σφάλλουμε,αλλά το θέμα είναι να παραδεχόμαστε το λάθος ,να προσπαθούμε να το διορθώσουμε και σίγουρα να μην το επαναλλάβουμε αφού γνωρίζουμε τις συνεπείες του. Κι όμως παρ όλα αυτά τυχαίνει κάποιες φορές να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη.Στην περίπτωση αυτή το "επανάληψη μητηρ μαθησεως" δεν ισχύει,συνήθως γιατί το αποτέλεσμα είναι επίπονο και μας κοστίζει την απωλεία προσώπων που ίσως αποτελούσαν κάτι σημαντικό για εμάς.Και όμως συνεχίζουμε σε μια λανθάνουσα πορεία...Το μεγαλείο του ανθρώπου ,είναι να συγχωρεί ειλικρινά.Στην εποχή μας όμως ο άνθρωπος είναι καχύποπτος δεν συγχωρεί δεν ανοίγεται δεν αφήνεται ακόμη και αν το επιθυμεί.Έχουν δει πολλά τα μάτια του και ξέρουν.Και η ζωή δεν είναι καθόλου παραμυθί με αίσιο τέλος (τουλάχιστον για αρκετούς).Ότι ραγίζει δεν ξανακολλάει παρ όλη την καλή θέληση, γιατί πάντα μέσα θα φωλιάζουν τα απομεινάρια της καχυποψίας.Το σαράκι που μέρα με την μέρα κατατρώει την ανθρώπινη ύπαρξη...Αυτό το ζωύφιο και το άλλο το μικρόβιο της ζήλιας που εκολλάπτεται σιγά σιγά μέσα μας για να εμφανιστεί σε ανύποπτη στιγμή παρουσιάζωντας και το λιγότερο καλό μας πρόσωπο.Η ζηλία αγκαλιάζει τον φθόνο.Φθονούμε αυτό που δεν μπορούμε να έχουμε.Που γνωρίζουμε ότι ποτέ δεν θα αποκτήσουμε.Και αντί να παραδειγματιστούμε,να το θέσουμε ως στόχο για να το αποκτήσουμε με θεμιτά μέσα ,σπέρνουμε την διχόνοια για να βγούμε ανώτεροι και αλώβητοι.Άνθρωπος, οι δύο όψεις του ίδιου κάλπικου νομίσματος.Μικροπρεπείς μέσα στο μεγάλειο που τους ορίζει η ίδια η υπάρξη τους.Δολοφόνοι με αγγελικά πρόσωπα.Δολοφόνοι ονείρων,σχέσεων.Αυτόχειρες της ίδιας τους της ύπαρξης. Δημιουργούν προβλήματα ανύπαρκτα, προς τέρψη του εγωισμού τους, πρός προβολή της ανυπαρξίας τους.Ότι φαίνεται δεν υπάρχει και ότι υπάρχει καταρρέει σε μια στιγμή.Την στιγμή εκείνη που καθορίζει ο άνθρωπος να αποκαλυφθεί απογυμνωμένος απο τα πέπλα της σοβαροφάνειας, της δήθεν καλοσύνης. Αποκαλύπτεται γυμνός και θρασύς.Και κακεντρεχής.Η ομορφία του δεν υπάρχει πια .Η ασχήμια του είναι στο προσκήνιο, η μόνη πραγματική ηθοποιός της παράστασης που διάλεξε να παίξει. Πόσο γνώριμο είναι τότε το συναίσθημα της απογοήτευσης?Πόσο καίνε τα μάτια που επι καιρό δεν θέλανε να δούνε την αληθεία. Αλλά ίσως φταίει και ο ίδιος ο άνθρωπος που διάλεγε να βλέπει εκείνη την πλευρά του νομίσματος, την όμορφη ,την γυαλιστερή και αγνοούσε πεισμάτικα την άλλη,την σκουριασμένη.Άλλωστε για αυτό υπάρχουν οι άνθρωποι για να μας θυμίζουν πως το νόμισμα έχει δύο πλευρές και ο καθρέφτης δύο όψεις.
Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006
ΙΣΤΟΡΙΑ Pt2
Αν και στην αρχή την προβλημάτισε το τηλεφώνημα, συνέχισε την δουλειά της κοιτάζοντας πότε το ρολόι της και πότε τον Γ. από το απέναντι γραφείο που την κοιτούσε με ένα βλέμμα που πέταγε σπίθες από τον πάθος ,γλείφοντας με την άκρη της γλώσσας του, τα ανύπαρκτα χείλη του. «Ξέρω τι σκέφτεσαι μαλάκα», είπε από μέσα της, «αλλά αυτό που θες, δεν θα το αποκτήσεις ποτέ».Μια απλή σκέψη, μια ηχηρή σιωπή. Αντ’αυτού όμως του ανταπέδωσε ένα χαμόγελο. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε .Το σήκωσε και με την ναζιάρικη φωνή της απάντησε «Παρακαλώ?».Το μόνο που άκουσε ήταν ένας βαθύς αναστεναγμός, σαν κάποιον έγκλειστο σε κελί της αβύσσου, που παρακαλεί για απελευθέρωση. Έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο. Δεν είχε καμία όρεξη για πλάκες, ήθελε να τελειώνει γρήγορα την δουλεία της, να πάει σπίτι να ξεντυθεί και να βγει στα μπαράκια της πόλης προς την εύρεση του καθιερωμένου πλέον ,καθημερινού σεξ.
Η ώρα πέρναγε αργά και βασανιστικά, σαν κάποιο αόρατο χέρι να εμπόδιζε τους δείκτες του ρολογιού να κινηθούν μπροστά. Και ο χρόνος κουράστηκε. Χώθηκε πάλι στα χαρτιά και στους αριθμούς της. Αφοσιώθηκε τελείως στον ρυθμό του ρολογιού. Τικ τακ, τικ, τακ. Σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Το κεφάλι της πονούσε ακόμη. Συνήθως οι ασπιρίνες την έπιαναν αμέσως, αλλά τώρα κάτι δεν πήγαινε καλά. Kαταπραυντικό της ψυχής και του σώματος. Μπορεί η κούραση, η καθημερινή ρουτίνα, πολλά μπορεί αλλά εκείνη την στιγμή δεν μπορούσε να αιτιολογήσει λογικά τον πονοκέφαλο. Χαλάρωσε και έγειρε το κεφάλι της πίσω στην καρέκλα. Ο πόνος εντάθηκε . Ακούμπησε το χέρι της απαλά ψηλαφίζοντας το πίσω μέρος του λαιμού της . Στο άγγιγμα της πληγής σάστισε. Ανακατεμένο αίμα με τρίχες και πύων. Πληγή ανεξήγητη .Δεν ήξερε πως προκλήθηκε. Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα, φανερώς εκνευρισμένη. Πήρε τα πράγματα της και έφυγε ,με σκοπό να επισκεφτεί το πιο κοντινό νοσοκομείο για να την εξετάσει κάποιος γιατρός. «Αν με ζητήσει ο Αδόλφος, πες του ότι μου έτυχε κάτι σημαντικό και θα λείψω»,είπε στον Γ. που την κοίταζε σαστισμένος ,καθώς απομακρυνόταν από το γραφείο .
Κατέβηκε από τις σκάλες τρέχοντας και μπήκε στο αμάξι κατευθυνόμενη προς το ποιο κοντινό νοσοκομείο. Άγγιξε πάλι το λαιμό της και στην θέα του αίματος στα δάχτυλα της , ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει, αλλά συγκρατήθηκε. Η πληγή στην ματαιοδοξία της ήταν βαθύτερη από όσο νόμιζε. Ο δρόμος τώρα έμοιαζε μακρινός, μια ελαφριά ζαλάδα της κάλυπτε τα μάτια. Ο φόβος την είχε σκιάσει. Ανυπομονούσε να φτάσει στο νοσοκομείο να της εξηγήσουν πως προήλθε η πληγή,,, Αλλά ο δρόμος απλωνότανε μπροστά της σαν απέραντος λαβύρινθος γεμάτος εμπόδια. Και εκείνη δεν είχε τον μίτο της Αριάδνης για να βγει .
Όταν επιτέλους έφτασε στον προορισμό της, σταμάτησε το αυτοκίνητο άγαρμπα λίγο πιο έξω από την κεντρική πύλη του νοσοκομείου, με ανάμενα τα alarm και το κλειδί στην μηχανή. Τέτοια λάθη δεν τα συγχωρούσε στον εαυτό της, όμως τώρα ένιωθε το αίμα να κυλάει στην ραχοκοκαλιά της και ανατρίχιαζε. Η απάντηση πρέπει να δοθεί εδώ και τώρα διέταξε τον εαυτό της, που τον έπιασε σε μια σκοτεινή γωνία μέσα της να κλαίει σαν μικρό παιδί . Πέρασε γρήγορα την πόρτα του νοσοκομείου με τα τακούνια της να βουλιάζουν στα πλακάκια σαν σε βούρκο. Βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα, ξεθωριασμένη εδώ και καιρό, απ έξω κόσμος περίμενε τον γιατρό, σαν να περίμενε τον Σωτήρα. Με το βλέμμα της θλίψης και του πόνου, ψάχνανε να ανταμώσουν το βλέμμα εκείνο που μέσα του θα κούρνιαζε η ελπίδα, και δεν ήταν άλλο από το παγερό βλέμμα του γιατρού.. Δεν μπορούσε να περιμένει τόσο κόσμο. Είχε φύγει βιαστικά από το γραφείο και η επίπληξη που θα άκουγε το πρωί θα άκουγε το πρωί δεν φαινόταν, πλέον να την απασχολεί. Διέσχισε αποφασιστικά τον διάδρομο κατευθυνόμενη προς το ιατρείο, κλείνοντας τα αυτιά της στις κατάρες και στις βρισιές που ξεστόμιζαν οι αγανακτισμένοι ασθενείς. Μπήκε χωρίς να χτυπήσει. Ήθελε να κάνει την παρουσία της αισθητή, αν και ήξερε πως μια γυναίκα του αναστήματος της και της δικής της χάρης δεν περνούσε εύκολα απαρατήρητη.
«Έχω ασθενή ,δεν βλέπετε κυρία μου, σας παρακαλώ περάστε έξω», είπε ο γιατρός με ένα αυστηρό ύφος, πίσω από τα χοντρά βρώμικα γυαλιά του. Ένα ανθρωπάκι μίζερο, ανάξιο προσοχής κι όμως αυτή την στιγμή τον είχε τόσο ανάγκη ‘Σας παρακαλώ», είπε χαμηλόφωνα,΄{δεν θα σας απασχολήσω ,απλώς θέλω να κοιτάξετε αυτή την πληγή στο λαιμό μου, και τον κοίταξε με ένα θλιμμένο ικετευτικό ύφος . Ο γιατρός σηκώθηκε από την καρεκλά του κουτσώναιντ ς και πλησιάζοντας την. Της ζήτησε να σηκώσει τα κατακόκκινα φρεσκοβαμμένα μαλλιά της και εκείνη τον υπάκουσε σιωπηλά. «Κυρία μου, ποιος σας το έκανε αυτό?» ρώτησε ο γιατρός «Δεν, δεν ξέρω» αποκρίθηκε εκείνη κοιτάζοντας τον στα ματιά ,διαβάζοντας την περιέργεια του.{Κάποιος σας στιγμάτισε με πυρακτωμένο σίδερο }.Συνέχιζε να τον κοιτάει με τα μεγάλα της πράσινα μάτια. «Θα σας βάλω αυτή την αλοιφή που θα επουλώσει την πληγή, αλλά το σημάδι δεν θα φύγει. Θα μείνει πάνω σας σαν σφραγίδα.»Έγνεψε συγκαταβατικά, ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί ,αν τις τελευταίες μέρες είχε λάβει μέρος σε κανένα σαδομαζοχιστικό όργιο, όπου οι «αφέντες», συνήθιζαν να στιγματίζουν τις σκλάβες τους, σαν ένδειξη υποταγής και αφοσίωσης.
Βγήκε από το ιατρείο ευχαριστώντας τον γιατρό και πέρασε από τον διάδρομο όπου οι αγανακτισμένοι ασθενείς ,την κοιτούσαν σαν όρνεα έτοιμα να την κατασπαράξουν. Δεν ανταπέδωσε κανένα βλέμμα. Δεν ανταποκρίθηκε στις βρισιές του όχλου. Συνέχιζε να περπατάει ,κοιτώντας ευθεία μπροστά ,στον ατελή διάδρομο. Όταν πλέον έφτασε στο αμάξι της, ένιωθε μια παράξενη αίσθηση ασφάλειας .Άναψε γρήγορα την μηχανή και κατευθύνθηκε προς το σπίτι, χωρίς μουσική. Μόνο εκείνη συντροφιά με τις σκέψεις της .Η πόλη ξαφνικά της έμοιαζε αφιλόξενη και απόμακρη.
Φτάνοντας σπίτι συνάντησε πάλι την κυρία Γ. η οποία έπαιρνε την αλληλογραφία της. Δεν της μίλησε, δεν την κοίταξε καν. Εκείνη την στιγμή δεν την απασχολούσε η κωλογρία με τις απαρχαιωμένες αντιλήψεις της. Ανέβηκα τα σκαλιά σέρνοντας τα βήματα της. Ήταν καταβεβλημένη και ψυχικά και σωματικά .Για πρώτη φορά στην ζωή της ένιωθε πως έχανε τον έλεγχο. Πως εκείνη ήταν το παιχνίδι, αλλά δεν ήξερε στα χέρια ποιανού. Μόλις έφτασε έξω από την πόρτα της, μια ακόμα έκπληξη την περίμενε .Ένα μικρό κουτί, ήταν αφημένο στο χαλάκι της εισόδου που από καιρό είχε ξεφτίσει. Ένα μικρό όμορφο κουτί, μια συσκευασία δώρου .Το πήρε στα χέρια της και πέρασε την είσοδο. Το άφησε πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και κατευθύνθηκε στην τουαλέτα με σκοπό να κάνει ένα μπάνιο για να αποβάλει την ένταση και το άγχος της ημέρας . Για πρώτη φορά στον καθρέφτη της αντίκριζε ένα ταλαιπωρημένο πλάσμα, άσχημο με ατέλειες και ρυτίδες .Χτυπημένο από τα βέλη του χρόνου. Στιγματισμένο από την πληγή, που την ένιωθε να μεγαλώνει και να καλύπτει την σάρκα της σπιθαμή, προς σπιθαμή, κάνοντας την να μοιάζει με τσαλακωμένο ύφασμα. Μπήκε στο καυτό νερό και ένιωσε μια αγαλλίαση, έναν εξαγνισμό για όλες τις πράξεις και τα λεγόμενα της. Ξέθαψε από το μυαλό της εικόνες της εφηβείας της, εικόνες ανεμελιάς ,αγνότητας. Εικόνες ενός κιτρινισμένου παραμυθιού στο σκονισμένο ράφι μιας βιβλιοθήκης που κανείς αναγνώστης δεν θα αναζητούσε ποτέ.. Ούτε η ίδια δεν ήξερε ποια ήτανε πλέον. Ακόμα και το είδωλο της στον καθρέφτη ήταν ξένο. Πλαστικό περιτύλιγμα, μιας άδειας καρδιάς. Ένιωσε μια αηδία για τον εαυτό της, αλλά δεν χωρούσε στην ζωή της πλέον η πράξη της μετάνοιας . Δεν χωρούσε καμία πράξη μεταμέλειας. Βυθίστηκε στο νερό , ευχόμενη να πνιγεί και ας μην το επιθυμούσε πραγματικά. Όλες οι επιθυμίες της περιορίζονταν στην σάρκα και στην ύλη, στο φαίνεσθε και όχι στο είναι .Για εκείνη η διαδικασία της ενασχόλησης με το όλο ήταν επίπονη. Βυθίστηκε πιο βαθιά στην μπανιέρα που έμοιαζε απύθμενη. Βυθός με καλά κρυμμένα μυστικά που καλούνταν να εξερευνήσει. Έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε σε έναν ωκεανό αναμνήσεων, σε έναν τυφώνα συναισθημάτων. Και το ξημέρωμα την βρήκε αποκοιμισμένη στην μπανιέρα της, σε στάση εμβρύου που αναζητεί την ζεστασιά και την προστασία της μήτρας.
Σηκώθηκε κουρασμένη, άρρωστη. Πήρε τηλέφωνο να πει στο γραφείο πως θα απουσίαζε και σήμερα. Ήθελε χρόνο να σκεφτεί , να επαναπροσδιορίσει και να ζυγιάσει τις καταστάσεις. Κάθισε γυμνή στο κρεβάτι της κοιτώντας το πάτωμα που έμοιαζε ότι άνοιγε, αφήνοντας ακάλυπτα τα διαμερίσματα των κάτω ορόφων και την ιδιωτική ζωή των άλλων . Παραισθήσεις και φαντασιώσεις κατέκλυζαν το μυαλό της και στοίχειωναν τα μάτια της . Έτοιμη να κατασπαραχθεί από το στόμα της τρέλας και όμως αντιστεκόταν σθεναρά. Ξαφνικά θυμήθηκε το μικρό άσπρο κουτάκι στο τραπεζάκι του σαλονιού, που ήταν λουσμένο από τις χλωμές αχτίδες του ήλιου, δίνοντας του μια εικόνα ζεστασιάς και οικειότητας. Το έπιασε προσεχτικά στα χέρια της σαν κάτι πολύτιμο, με τρυφερότητα και ένα χαμόγελο αχνοφάνηκε στα χείλη της. Ίσως για πρώτη φορά αληθινό και εγκάρδιο. Έλυσε απαλά την κορδέλα του αφήνοντας να φανεί το περιεχόμενο του. Ένα μικρό κομμάτι ανθρώπινης σάρκας , τυλιγμένο σε ένα λευκό τούλι ,συνοδευόμενο από ένα σημείωμα «Σου ανήκω, και σύντομα, θα μου ανήκεις και εσύ .Αυτή είναι μόνο η αρχή ». Ήταν σίγουρη ότι τρελάθηκε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να εξαφανιστεί ο εφιάλτης, αλλά στο άνοιγμα τους επανήλθε στην πραγματικότητα, αντικρίζοντας αυτό το μακάβριο δώρο από τον άγνωστο αποστολέα. Η μυρωδιά της σάρκας που σάπιζε χώθηκε βαθιά μέσα υπενθυμίζοντας της, πως πρόκειται για την πραγματικότητα και την ζωή και πως δεν επρόκειτο για όνειρο . Άφησε το κουτί στο τραπεζάκι, ανοιχτό. Το κουτί της Πανδώρας είχε ανοίξει. Κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου και κλείδωσε την πόρτα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, με τα μάτια καρφωμένα στον καθρέφτη του ταβανιού της. Αναζητούσε το είδωλο της, μα δεν αντίκριζε τίποτα, παρά μια γκρίζα πινελιά στον μαύρο καμβά ενός ζωγράφου. Ήταν σίγουρη, είχε απλώσει το χέρι στην τρέλα και στην παράνοια, αλλά η φωνή της λογικής μέσα της αναρωτιότανε ακόμα «Ποιο άρρωστο, καθίκι το έκανε αυτό?» .
Ξαφνικά η πόρτα χτύπησε .Δεν είχε σκοπό να ανοίξει . Το κουδούνισμα γινότανε όλο και πιο έντονο , αλλά δεν έδωσε σημασία. Σκέφτηκε όποιος είναι θα φύγει, αφού τέτοιες ώρες συνήθως δεν βρίσκομαι σπίτι, αλλά στο γραφείο. Τελικά το φριχτό κουδούνισμα σταμάτησε, σαν κάποιος να το φίμωσε. Τα λίγα δευτερόλεπτα ησυχία που ακολούθησαν, τα διαδέχτηκε ο εκκωφαντικός θόρυβος της κλειδαριάς που παραβιαζότανε . Δεν κουνήθηκε από το κρεβάτι, έκανε την κοιμισμένη ,με σκοπό να ανακαλύψει τις τελικές προθέσεις του αγνώστου.
Ο άγνωστος διέσχισε τον διάδρομο, κάνοντας μια στάση στην κρεμάστρα που άφηνε τα φουλάρια της . Έπιασε ένα , το έφερε στο πρόσωπο του διασφαλίζοντας μέσα του το άρωμα της. Κατευθύνθηκε αργά, πατώντας στις μύτες των ποδιών του, προς την κρεβατοκάμαρα. Εκεί την είδε, ξαπλωμένη, γυμνή με τα λιτά της μαλλιά, σαν κόκκινα άνθη ,να κοιμάται γαλήνια. Η εικόνα του προξένησε μια ευφορία. Ήθελε να την πιάσει αγκαλιά, να την φιλήσει, να της κάνει έρωτα, αλλά κάτι τον εμπόδιζε. Την χάζευε και ένιωθε το πέος του να φουσκώνει μες στο παντελόνι του. Τον έβγαλε έξω και άρχισε να τον παίζει τελειώνοντας ανάμεσα στα μπούτια της. Η αίσθηση του εμετού την κατέκλυσε. Αλλά δεν άνοιξε τα μάτια της να δει ποιος ήταν. Άκουγε μόνο τους αναστεναγμούς του κατά την διάρκεια που τελείωνε προκαλώντας της μεγαλύτερη αηδία .
Έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του εμποτισμένο με αναισθητικό και το έφερε απαλά στο πρόσωπο της. Εκείνη προέβαλλε αντίσταση στις ορέξεις του με αποτέλεσμα εκείνος να γίνει περισσότερο βίαιος. Έβγαλε έναν σκουριασμένο σουγιά από την τσέπη του και την απείλησε πως αν δεν τον ακολουθούσε θα πέθαινε. Χωρίς να έχει επιλογή συναίνεσε στο άρρωστο παιχνίδι του αγνώστου που είχε εισβάλει σπίτι της αναστατώνοντας την ζωή της.
Ο άγνωστος την τράβηξε από το χέρι και την έσυρε ως την εξώπορτα γυμνή, με τα ξεραμένα σπέρματα ανάμεσα στα μπούτια της. Ερεθίστηκε πάλι, αλλά άφησε αυτές τις σκέψεις για αργότερα ,οπού θα γινόταν πραγματικά δική του. Εκείνη τον κοιτούσε με δάκρυα στα μάτια και προσπαθούσε να εντοπίσει ίχνος ανθρωπιάς και συμπόνιας στα δικά του ,αλλά το μόνο που αντίκριζε ήταν μια τρεμάμενη λάμψη, σαν λάμπα που επρόκειτο να σβήσει. Την κατέβασε γρήγορα από τις σκάλες. Όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας κοιμόντουσαν αγκαλιά με τις ενοχές και τις ελπίδες τους. Η σιωπή, αυτή που φέρνει ο θάνατος απλωνόταν σαν ομίχλη πάνω και μέσα στο παλαιό οίκημα. Δεν σκέφτηκε να του μιλήσει, να τον ρωτήσει γιατί. Δεν είχε νόημα. Ήταν παιχνίδι στα χέρια του και σαν μαριονέτα την κατηύθυνε σε μια παράσταση άγνωστη. Ίσως να ήταν και η παράσταση της ζωής της. Μόνο που όταν κλείνει η αυλαία δεν προβλέπεται επιβράβευση, αλλά λαιμητόμος.
Την έβγαλε γρήγορα έξω από την πολυκατοικία. Σιγουρεύτηκε ότι δεν περνούσε κανείς περαστικός και την έβαλε γρήγορα σε ένα παλιό φορτηγάκι .Δεν έφερε αντίρρηση. Προσπαθούσε να αποδεχτεί την κατάσταση ,δεν μπορούσε να πράξει και αλλιώς. Δεν έθετε εκείνη τους κανόνες, άλλος τους έθετε και ήταν υποχρεωμένη να τους υπακούσει.
Κατά την διάρκεια της διαδρομής, σε μια πόλη κλινικά νεκρή αναπολούσε στιγμές ευχάριστες, γεμάτες με χρώμα. Κίτρινο, πράσινο, κόκκινο, γαλάζιο. Ανασκάλευε μνήμες και συναισθήματα, σαν χιλιοφορεμένα αρώματα, αναλώσιμα στην δύνη του χρόνου, καταπονημένα από την φθορά της σάρκας. Η διαδρομή της φαινόταν αιώνια. Ένα ταξίδι στο παρελθόν με το κοντέρ σταματημένο στο παρόν να δείχνει μηδενικά χιλιόμετρα, όπως η πορεία της ζωής της. Το φορτηγάκι σταμάτησε έξω από ένα σπίτι που τουλάχιστον εξωτερικά της έμοιαζε ερειπωμένο. Οι τοίχοι άβαφοι ετοιμόρροποι. μια μαύρη σιδερένια πόρτα κρεμόταν απειλητικά από δύο βίδες. Ο άγνωστος της έσφιξε το χέρι και την έσυρε στην είσοδο. Κοίταξε γύρω της προσπαθώντας να καταλάβει που βρισκόταν. Κανένα αναγνωρίσιμο σημείο .Δίπλα από το σπίτι, μισογκρεμισμένα σπίτια και δέντρα ξερά, απειλητικά, με τα κλαδιά τους να ορθώνονται σαν αψίδες. Κάπου εδώ σταμάτησε ο χρόνος και ξεκουράζεται, σκέφτηκε, καθώς πέρναγε την μαύρη σιδερένια πόρτα. Κάπου εδώ αρχίζει και το ταξίδι προς το άγνωστο.

MyGen.co.uk - myPlaylist Creator